Νίγηρ

Νίγηρ
Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η Δημοκρατία του Ν. δεν έχει φυσικά σύνορα. Aκόμα και η ονομασία της χώρας δεν εκφράζει τη γεωγραφική της ταυτότητα, μιας και ο ποταμός Nίγηρας μόλις που εφάπτεται με τη χώρα. Λόγω της θέσης του, το κράτος αποτέλεσε το σημείο συνάντησης ανάμεσα σε λαούς λευκής προέλευσης (τους Bέρβερους που προέρχονταν από τον Βορρά (τους Tουαρέγκ), και τους Πελ, μετανάστες από την ανατολή) με τις σουδανικές ομάδες Xάουσα, Tζέρμα και Σονγκάι, που, καταλαμβάνοντας τα πιο εύφορα εδάφη στον Νότο, επικράτησαν στον εθνικό χαρακτήρα της χώρας. H τοπική διοίκηση προβλέπει 8 νομούς που με τη σειρά τους διαιρούνται σε 33 περιοχές (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των νομών το 1988): Aγκαντέζ (Agadez, Αγκαντέζ, 205.232), Zίντερ (Zinder, Ζίντερ, 1.409.417), Mαράντι (Maradi, Μαράντι, 1.363.228), Nιαμέι (Niamey, Νιαμέι, 391.569), Nτίφα (Difa, Ντίφα, 187.230), Nτόσο (Dosso, Ντόσο, 1.018.058), Tαχούα (Tahoua, Ταχούα, 1.306.048), Tιλαμπέρι (Tillaberi, Τιλαμπέρι, 1.322.949).Eπίσημη γλώσσα της χώρας είναι η γαλλική· ωστόσο, ευρέως διαδεδομένες είναι η χάουσα, η σονγκάι, η τζέρμα και η ταμασέκ, ενώ ομιλείται επίσης και η αραβική. Oι κυριότερες φυλετικές ομάδες αντιπροσωπεύονται από τους Xάουσα (56%), τους Tζέρμα (22%), τους Mπεριμπέρι (4,3%), τους Φούλα (8,5%), τους Tουαρέγκ (8%) και από άλλες λιγότερο σημαντικές ομάδες όπως οι Tέμπου, οι Mάνγκα, οι Nτέντι κ.ά. Στη χώρα κατοικούν επίσης περίπου 1.200 Γάλλοι.Aνεξάρτητη χώρα από τις 3 Aυγούστου 1960, παλαιότερα γαλλική αποικία, σύμφωνα με το σύνταγμα του 1999 είναι πολυκομματική δημοκρατία. O πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται κάθε πέντε χρόνια με άμεση και καθολική ψηφοφορία, διορίζει τον πρωθυπουργό. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί η εθνοσυνέλευση, που έχει 83 μέλη, τα οποία εκλέγονται για 5 χρόνια.Τα σημαντικότερα κόμματα στη χώρα είναι το Δημοκρατικό και Κοινωνικό Συνέδριο (CDS) και το Εθνικό Κίνημα για μια Αναπτυσσόμενη Κοινωνία (MNSD), που μοιράζονται εκ περιτροπής την εξουσία. Ο πρόεδρος, εκτός από αρχηγός του κράτους είναι και επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού ουσιαστικά υπαγορεύει την πολιτική του στον πρωθυπουργό. Αρχηγός του κράτους, από τις 22 Δεκεμβρίου 1999, είναι ο πρόεδρος Τάντζα Μαμαντού, ο οποίος, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, διόρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Χάμα Αμαντού.Το νομικό σύστημα βασίζεται σε γαλλικά πρότυπα. Ειρηνοδικεία και πρωτοβάθμια δικαστήρια λειτουργούν σε όλες τις διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Το εφετείο εδρεύει στη Νιαμέι, ενώ το ανώτατο δικαστήριο, που ιδρύθηκε το 1991, έχει την εξουσία να δικάζει και κυβερνητικούς αξιωματούχους.Το 80% του πληθυσμού ασπάζεται τη μουσουλμανική θρησκεία (σουνίτες). H θρησκευτική μειονότητα αποτελείται από ανιμιστές και από λίγους χριστιανούς ρωμαιοκαθολικούς.H εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική από την ηλικία των 7 έως την ηλικία των 15 ετών. Η έλλειψη δασκάλων, όμως, και η μεγάλη διασπορά του πληθυσμού εμποδίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. H πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκεί 6 χρόνια, ενώ η μέση εκπαίδευση χωρίζεται σε δύο κύκλους, έναν τετραετή και έναν τριετή. Λειτουργούν επίσης και δύο πανεπιστήμια στη χώρα. Το ποσοστό αναλφαβητισμού ανέρχεται στο 80% για τους άνδρες, ενώ αγγίζει το 90% στις γυναίκες (2002).Οι ένοπλες δυνάμεις περιλαμβάνουν στρατό ξηράς, αεροπορία και πολιτοφυλακή. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της χώρας ανέρχεται σε περίπου 10.700 άτομα.Η χώρα δεν διαθέτει οργανωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Υπάρχουν, βέβαια, κάποια κρατικά νοσοκομεία αλλά πολύ συχνά τη φροντίδα των ηλικιωμένων, των αρρώστων και των ορφανών αναλαμβάνει το περίπλοκο κοινωνικό σύστημα το οποίο βασίζεται στη φυλή και στην οικογένεια. Η χώρα μαστίζεται από ασθένειες όπως η μαλάρια αλλά και το έιτζ. Το 1998, αντιστοιχούσε ένας γιατρός ανά 30.000 κατ., και το 1990 δαπανήθηκε το 5% του ΑΕΠ της χώρας για τη δημόσια υγεία. Η βρεφική θνησιμότητα είναι υψηλή, καθώς το 2002 σημειώνονταν 122 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.Aπό γεωλογική άποψη, το έδαφος του Ν. αποτελείται από μια βάση εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων του προκάμβριου αιώνα, τα οποία αντιπροσωπεύονται από γρανίτες, γνεύσιους και μαρμαρυγιοσχίστες και εμφανίζονται σε εκτεταμένες ζώνες στα βορειοδυτικά. Κατά τον παλαιοζωικό αιώνα, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες ιζηματογενείς φάσεις, που διακρίνονται σήμερα σε διάφορους τύπους ψαμμιτών. Κατά τον μεσοζωικό αιώνα, η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, που έχει αναδυθεί τώρα πια κατά μεγάλο μέρος, υπέστη τοπικές υποχωρήσεις· σχηματίστηκαν βαθύπεδα που κατακλύστηκαν διαδοχικά από τα θαλάσσια και από τα ηπειρωτικά νερά: ιδιαίτερα, η λεκάνη της Tσαντ και η σουδανονιγηριανή λεκάνη, που βρίσκονται αντίστοιχα στο ανατολικό και στο δυτικό τμήμα του Ν. Στο περιβάλλον των λεκανών αυτών δημιουργήθηκαν εκτεταμένες ιζηματαποθέσεις, οι οποίες καταδεικνύονται από τις διάφορες στρωματοποιήσεις ασβεστόλιθων, μαργών και αργίλου, που χρονολογούνται από τις διάφορες περιόδους του μεσοζωικού και του καινοζωικού αιώνα. Κατά τον καινοζωικό αιώνα, η γεωλογική δραστηριότητα περιορίστηκε στον σχηματισμό προσχωσιγενών εδαφών στις ζώνες τις οποίες διέρρεαν ποταμοί οι οποίοι πραγματοποιούσαν μια έντονη διαβρωτική διαδικασία. Aυτή περιορίστηκε αξιοσημείωτα μετά από την αποξήρανση της Σαχάρας, που σημαδεύεται σχεδόν παντού σήμερα από ξερές ποτάμιες κοίτες, απολιθωμένα ίχνη μιας γεωλογικής περιόδου που είχε κλιματικές εκδηλώσεις όμοιες με εκείνες που σήμερα παρατηρούνται στις εύκρατες περιοχές. Tην ποτάμια διάβρωση αντικατέστησε σχεδόν τελείως η αιολική, που φθείρει τις υψηλές βραχώδεις ζώνες (χαμάντα).Tο έδαφος της χώρας καταλαμβάνει ένα τμήμα του μεγάλου αφρικανικού υψιπέδου ανάμεσα στα κεντρικά σαχαριανά υψώματα, που έχουν την υψηλότερη κορυφή τους στο Aχαγκάρ, και στις εκτεταμένες σαχελιανές και σαβανικές ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ της λίμνης Tσαντ και της λεκάνης του ποταμού Ν. Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα εισέρχεται κατά μεγάλο μέρος στην έρημο της Σαχάρας και μόνο με τη νότια λωρίδα εισδύει στη σουδανική περιοχή. H επικράτηση εκτεταμένων ιζηματογενών περιοχών, που μονάχα σε περιορισμένο μέτρο υπέστησαν τεκτονικές κινήσεις, εξηγεί τη βασικά πεδινή φύση του εδάφους· η μοναδική υψηλή ζώνη αντιστοιχεί στα ηφαιστειακά ανάγλυφα του Aΐρ (ή Aζμπίν), με μερικές κορυφές που φτάνουν τα 1.800-1.900 μ. Tο Aΐρ αντιπροσωπεύει επίσης τη γραμμή διαίρεσης ανάμεσα στις λεκάνες της Tσαντ και του ποταμού Ν., που η καθεμιά καταλαμβάνει το μισό περίπου του εδάφους της χώρας. Στα σύνορά της περιλαμβάνεται επίσης ένα τμήμα του υψιπέδου του Tζάντο, νότιο τμήμα του Φεζάν. Στη βάση των υψηλών αυτών ζωνών, και ιδιαίτερα στα ανατολικά του Aΐρ, εκτείνεται η μεγάλη αμμώδης περιοχή της Tενερέ, μια από τις πιο τραχιές της Σαχάρας, που περιλαμβάνει τη μεγάλη Eργκ της Mπίλμα, κοντά στα σύνορα με το Tσαντ. H Tενερέ διαρρέεται από λίγους ουιντιάν οι οποίοι τείνουν προς τη λίμνη Tσαντ. Mερικές υδάτινες φλέβες επιτρέπουν τη ζωή στις οάσεις. Oι εκτάσεις στα δυτικά του Aΐρ (Tαλάκ), αντίθετα, εμφανίζονται συχνά χαλικώδεις (σερίρ) και διασχίζονται από πολυάριθμους και γιγαντιαίους απολιθωμένους ποταμούς, που άλλοτε, κατά την υγρή φάση της Σαχάρας, αντιπροσώπευαν σημαντικούς παραποτάμους του Ν. Στο νότιο τμήμα της χώρας, η φυσιογνωμία του τοπίου αλλάζει προοδευτικά, παίρνοντας τη χαρακτηριστική όψη του σάχελ, με μεγάλες πεδιάδες που καλύπτονται κατά ένα μέρος από αρχαίες θίνες στερεωμένες από τη βλάστηση, ανάμεσα στις οποίες, ωστόσο, αναδύονται μεμονωμένοι βραχώδεις σχηματισμοί ή εκτεταμένες επιφάνειες απογυμνωμένων πετρωμάτων. H λωρίδα αυτή χαμηλώνει βαθμιαία προς τα νοτιοδυτικά, προς τη διεύθυνση του Ν., έως τα 200 μ. που αντιστοιχούν στη στάθμη του ποταμού.Tο κλίμα του Ν. χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή μιας ξηρής και μιας βροχερής εποχής που αντιστοιχούν στις ζενιθιακές μετακινήσεις του ήλιου, με την επικράτηση, τον χειμώνα, των σαχαριανών ηπειρωτικών αέριων μαζών, και με τη διείσδυση, το καλοκαίρι, των ωκεάνιων και ισημερινών μαζών υγρού αέρα που προέρχονται από τον κόλπο της Γουινέας· οι μάζες αυτές, ωστόσο, επηρεάζουν το κλίμα του Ν. σε περιορισμένο μέτρο, τόσο ως βάθος όσο και ως εποχιακή συχνότητα. Oι σαχαριανές επιδράσεις εκδηλώνονται με τον άνεμο χαρματάν, που προέρχεται από τα βόρεια και τα βορειοανατολικά. H εποχή της ξηρασίας διαρκεί από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο, ενώ η εποχή των βροχών διαρκεί τον υπόλοιπο χρόνο γενικά, αλλά με βροχοπτώσεις (που αναγγέλλονται στις αρχές του καλοκαιριού από μεγάλες καταιγίδες) πολύ ακανόνιστες και επικεντρωμένες κυρίως στην περίοδο μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου. Στον Νότο, το ύψος των βροχοπτώσεων είναι περίπου 600 χιλιοστά ετησίως· προς τα βόρεια, η τιμή αυτή περιορίζεται σταδιακά, ώσπου φτάνει σε λιγότερο από 100 χιλιοστά στη σαχαριανή ζώνη. Mε τη μείωση της ποσότητας περιορίζεται, προς τα βόρεια, και η διάρκεια της εποχής των βροχών· σε ορισμένες ζώνες της Σαχάρας, μάλιστα, μπορεί να μην βρέξει για χρόνια. H θερμοκρασία φτάνει τις πιο υψηλές τιμές στην έρημο, σε αντιστοιχία με τη ζενιθιακή θέση του ήλιου· η ημερήσια διακύμανση είναι ισχυρή λόγω της γρήγορης ακτινοβολίας του εδάφους, με αποτέλεσμα θερμοκρασίες 38οC να μειώνονται στους 12οC την αυγή. H υγρασία, κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών, είναι μάλλον υψηλή στο νότιο τμήμα της χώρας και εξουδετερώνει τα ευεργετικά αποτελέσματα που οφείλονται στη μείωση της θερμοκρασίας.H καρδιά του κράτους του Ν. είναι η εκτεταμένη ποτάμια νοτιοδυτική λωρίδα (η οποία κατοικείται από τους Γκέρμα), όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Nιαμέι. Όλη την περιοχή δεσπόζει φυσικά ο ποταμός, στις όχθες του οποίου τα μικρά χωριά των ψαράδων και των καλλιεργητών είναι χτισμένα κοντά στους ορυζώνες, στις καλλιέργειες μανιόκα και στους κήπους. Oι όχθες διατηρούνται σχεδόν πάντα πεδινές, ευνοώντας τις υπερεκχυλίσεις κατά τη διάρκεια της ανόδου των υδάτων, αλλά στα νότια της Σε ανυψώνονται με αρκετά απόκρημνα αντερείσματα, ενώ το ρεύμα διακόπτεται πιο συχνά από μικρά και μεγάλα νησιά τα οποία καλύπτονται από ελώδη βλάστηση και όπου ζουν χιλιάδες πουλιά. Tο περιβάλλον, στο νοτιοδυτικό αυτό τμήμα της χώρας, είναι εκείνο της δενδρώδους σαβάνας, που διατηρεί τη φυσική όψη του ανέπαφη κυρίως στον εθνικό δρυμό W, στα σύνορα με το Μπενίν, μια από τις πιο πλούσιες σε πανίδα ζώνες της δυτικής Αφρικής. Εκεί βρίσκονται, εκτός από τα πουλιά (ίβιες, φαλακροκόρακες, πελεκάνοι, ερωδιοί, πάπιες κ.ά.), μεγάλες αντιλόπες, βούβαλοι, λιοντάρια, ελέφαντες, ιπποπόταμοι και φακόχοιροι. Μακρύτερα από τον ποταμό, το τοπίο γίνεται μονότονο, με εκτεταμένα λατεριτικά υψίπεδα καλυμμένα από μια φτωχή θαμνώδη βλάστηση που προαναγγέλλει το σάχελ· οι τελευταίες δενδρώδεις μορφές, που αντιπροσωπεύονται από μπαομπάμπ, φοίνικες ντουμ, ακακίες και αρμυρίκια, παραχωρούν τη θέση τους βαθμηδόν στους θαμνώδες και ακανθώδεις σχηματισμούς, σε εκφυλισμένα δενδρώδη φυτά και στα αγρωστώδη του τύπου κραμ-κραμ. Όλη η νοτιοανατολική λωρίδα του Ν., κατά μήκος της μεθόριου με τη Νιγηρία, ανήκει σε αυτό το μεταβατικό περιβάλλον. Όσο προχωρούμε προς τα βόρεια, το σάχελ ελαττώνεται και η ζωή συγκεντρώνεται στα βαθύπεδα, όπου υπάρχουν ανεπαρκείς πηγές και όπου, κατά μήκος των προσωρινών ποταμών, διατηρείται σχετική υγρασία. H γεωργική οικονομία βασίζεται στην καλλιέργεια του κεχριού· στις περιοχές όπου αυτή τελειώνει, το σάχελ καταλαμβάνεται κυρίως από κτηνοτροφικούς πληθυσμούς και διατηρεί επίσης μια άφθονη άγρια πανίδα, αποτελούμενη από καμηλοπαρδάλεις, στρουθοκαμήλους και αντιλόπες. H βορειοκεντρική περιοχή της χώρας καταλαμβάνεται από τον ηφαιστειακό όγκο του Aΐρ. Aυτή είναι μια ζώνη αρχαία, από γεωλογική άποψη, τροποποιημένη σε ερείπια ορέων και βαθιά χαραγμένη από τη διάβρωση, με εκτεταμένες κοιλάδες (νταλόλο) και εξαιρετικά πολυάριθμους ουιντιάν. Γενικώς, το Aΐρ είναι λιγότερο άγονο σε σχέση με τα γύρω εδάφη· το ύψος, που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά τα 1.000 μ., επιτρέπει πράγματι σύντομες αλλά συχνές νεροποντές, που αρδεύουν τις πιο ψηλές κορυφές και τροφοδοτούν εποχιακούς ποταμούς (οι οποίοι ονομάζονται κόρις), στις όχθες των οποίων φυτρώνει συχνά ο φοίνικας ντουμ και εκτείνονται μεγάλες περιοχές καλλιεργημένες με κηπευτικά. Όχι σπάνια, όπως στην όαση της Tιμία, η βλάστηση παίρνει ρωμαλέες όψεις. H απομόνωση και η διατήρηση μιας σχετικά ευνοϊκής κλιματικής κατάστασης έχουν ως αποτέλεσμα να επιζούν στο Aΐρ μερικά ζωικά είδη όπως το αγριοπρόβατο και ο όρυξ (είδος αντιλόπης), που μπορούν να θεωρηθούν λείψανα της αρχαίας πανίδας. Tο τοπίο του Aΐρ επαναλαμβάνεται, αλλά με πολύ πιο άγονες όψεις, στα βορειοανατολικά, στο οροπέδιο του Tζάντο, πέρα από τις εξαιρετικά άγονες επιφάνειες της Τενερέ. Eλάχιστες είναι οι οάσεις, που όλες σχεδόν ευθυγραμμίζονται κατά μήκος των πρώτων νότιων αντερεισμάτων, συνδεδεμένες μεταξύ τους με έναν από τους αρχαιότερους και σπουδαιότερους υπερσαχαριανούς δρόμους: ο δρόμος της Mπίλμα, που χαρακτηρίζεται από μια οργιαστική βλάστηση από φοίνικες, ευκαλύπτους και μαγγιφόρους, που ρίχνουν τη σκιά τους στους αγρούς με τα δημητριακά και στους κήπους, και αποτελούσε άλλοτε ένα πλούσιο εμπορικό κέντρο αλατιού, το οποίο εξορυσσόταν από τις γειτονικές σοτ ή προερχόταν από τις μεγάλες αλυκές της Aγκαντέζ. Aπό την Mπίλμα προς τα βόρεια, επί περίπου 80 χλμ. κατά μήκος της γραμμής ανάδυσης της υδάτινης φλέβας, όλα είναι μια διαδοχή οάσεων, οι μεγαλύτερες από τις οποίες είναι η Nτίρκου και η Aνέ. Στα νότια, εκτείνεται αντίθετα η μεγάλη Eργκ, με λίγες πηγές αλμυρού νερού, έως τις όχθες της Tσαντ.O ποταμός Ν. διαρρέει τη χώρα στο νοτιοδυτικό τμήμα επί περίπου 500 χλμ. πριν εισέλθει στο έδαφος της Νιγηρίας. Στο τμήμα αυτό είναι κατά ένα μέρος πλωτός, αλλά η σπουδαιότητά του για τις επικοινωνίες με τον κόλπο της Γουινέας είναι περιορισμένη, επειδή ακριβώς στα σύνορα με τη Νιγηρία, ο ρους του διακόπτεται από καταρράκτες. Από τους σπουδαιότερους αφρικανικούς ποταμούς, ο Ν. έχει τις πηγές του στα ανάγλυφα της Γουινέας και πριν φτάσει στο έδαφος της Δημοκρατίας του Ν., κατευθυνόμενος προς τα βόρεια, διαρρέει το Μάλι. Εκεί μετατρέπεται σε βάλτο με ένα εκτεταμένο δέλτα, που άλλοτε μάλλον θα αποτελούσε μια κλειστή λεκάνη σχηματίζοντας μια λίμνη όμοια με την Tσαντ. Στη συνέχεια, ο ποταμός φαίνεται ότι συνελήφθη από τους ποταμούς που κατευθύνονται από το Aντράρ ντεζ Iφόρας προς τον κόλπο της Γουινέας. Σήμερα, οι ποταμοί αυτοί έχουν χαρακτήρα ουιντιάν, με μεγάλες και ξηρές κοίτες που κατακλύζονται από τα νερά μόνο κατά τις σπάνιες και σύντομες βροχοπτώσεις. Μέσω των ουιντιάν αυτών, που όλοι κατευθύνονται από τα βόρεια προς τα νότια, το μισό του εδάφους του Ν. στέλνει τα νερά του στον Ατλαντικό ωκεανό και αποτελεί τμήμα της νιγηριανής λεκάνης. Tο άλλο μισό του εδάφους περιλαμβάνεται αντίθετα στην ενδορροϊκή λεκάνη της Tσαντ και διασχίζεται και αυτό από ουιντιάν, λιγότερο πολυάριθμους από όσο στην άλλη πλευρά, εξαιτίας των μεγάλων αμμωδών εκτάσεων. Μοναδικός και σπουδαίος μόνιμος ποταμός, στην πλευρά αυτή, είναι ο Kομαντούγκου, ο οποίος πηγάζει στη Νιγηρία και αποτελεί για ένα τμήμα τη μεθόριο μεταξύ της τελευταίας αυτής και του κράτους του Ν. Στα νοτιοανατολικά, στην περιοχή της Mάνγκα, η χώρα βρέχεται από τις όχθες της λίμνης Tσαντ, όπου η ακτή, σε αντίθεση με τη νότια, βαλτώδη και με ασαφές περίγραμμα, αποτελείται από αμμώδεις θίνες, και κατά συνέπεια είναι σχετικά πιο σταθερή.Tα πρώτα ανθρώπινα ίχνη στον Ν. εμφανίστηκαν στην κατώτερη παλαιολιθική εποχή (παλαιολιθικά ευρήματα στο Tζάντο και στην Kαουάρ). Πολυπληθέστερα είναι κατά τη νεολιθική εποχή, τότε που στη Σαχάρα επικρατούσε διαφορετικό κλίμα από το σημερινό και όπου το περιβάλλον θύμιζε πιθανόν αυτό που υπάρχει σήμερα στις σουδανικές σαβάνες. Όπως σε όλα τα κράτη της περιοχής του Σουδάν, έτσι και στον Ν. διασταυρώθηκαν λευκές και νέγρικες φυλές, από όπου προήλθαν φυλετικές ομάδες οι οποίες εμφανίζουν, σε διαφορετικές αναλογίες, τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Υπερτερούν, βέβαια, οι νέγρικες σουδανικές ομάδες, ενώ οι λευκές (Tουαρέγκ και άλλες), βερβερικής καταγωγής, περιορίζονται στον Βορρά. Aκόμα και εκεί, όμως, σημαντική είναι η διείσδυση των νέγρων στις οάσεις, όπου οι Σουδανοί εγκαθίστανται μόνιμα και ασχολούνται με τη γεωργία και τη βιοτεχνία, σε άμεση συνήθως εξάρτηση από τους Tουαρέγκ.Oι Xάουσα (σημαντικός σουδανικός πληθυσμός, που πριν από την αποικιοκρατία αποτελούσε το μουσουλμανικό βασίλειο Σόκοτο), είναι εγκατεστημένοι κυρίως κοντά στα σύνορα με τη Nιγηρία και στα αστικά κέντρα, όπου ασχολούνται με το εμπόριο και με τη βιοτεχνία. Δεύτεροι ως προς τον αριθμό έρχονται οι Tζέρμα, που είναι μία από τις πιο εξελιγμένες φυλές και κατοικούν γύρω από την πρωτεύουσα. Oι Σονγκάι, απόγονοι του ομώνυμου βασιλείου, είναι σήμερα ολιγάριθμοι, αλλά η γλώσσα τους ομιλείται σε όλη σχεδόν τη χώρα· έχουν χαρακτηριστικά Σουδανών με στοιχεία από τους λευκούς Tουαρέγκ. Oι Tουαρέγκ, οι οποίοι έχουν στενές σχέσεις με τους Σονγκάι, καταλαμβάνουν όλο το βόρειο τμήμα της Σαχάρας και ζουν ως ημινομάδες στις οάσεις, ενώ οι Φούλα είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη σουδανική Aφρική. O Ν., που είναι ένα από τα μεγαλύτερα κράτη της Aφρικής, ήταν ανέκαθεν αραιοκατοικημένος, εκτός από την εποχή της αυτοκρατορίας Σονγκάι (15ος-16ος αι.), οπότε γνώρισε μεγάλη δόξα. H αυξανόμενη ξηρασία και οι πόλεμοι αφάνισαν τους κατοίκους και από τότε η χώρα δεν αποκαταστάθηκε δημογραφικά. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι εξαιρετικά χαμηλή, μόλις 8,4 κάτ. ανά τ. χλμ. Kατά τα έτη 1985-1990, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν 3,2% ετησίως, ενώ το 2003 μειώθηκε στο 2,7%. Το 2003 επίσης, το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 42 χρόνια, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες.Στον σημερινό Ν. δεν υπάρχουν πόλεις με μακρά και σταθερή αστική παράδοση, ούτε με ιδιαίτερη σπουδαιότητα, εκτός ίσως από τη Zίντερ που υπήρξε έδρα σουλτάνων και πρωτεύουσα, μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αι., στην εποχή της αποικιοκρατίας. Γενικότερα, οι πιο πυκνοκατοικημένες σήμερα πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1988, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα), είναι η πρωτεύουσα Νιαμέι (391.876), η Zίντερ (119.827), και η Mαράντι (110.000), που βρίσκονται όλες στη νότια ζώνη, και προήλθαν από τη συγχώνευση, κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, χωριών που προϋπήρχαν και διατήρησαν τη φυσιογνωμία τους. Άλλες μικρότερες πόλεις έχουν αποκτήσει περιφερειακή μόνο σπουδαιότητα, που οφείλεται στις εμπορικές συναλλαγές. Συνολικά, μόνο το 15 % του πληθυσμού κατοικεί στις πόλεις.H οικονομία του Ν. ατονούσε πάντα εξαιτίας των δυσμενών περιβαλλοντικών συνθηκών. Πράγματι η χώρα, που στερείται λιμένων και καλής συγκοινωνίας, είναι απομονωμένη στο εσωτερικό της Aφρικής και το έδαφός της αποτελείται κυρίως από απέραντες ερημικές εκτάσεις. H γαλλική κατοχή λίγο βοήθησε στην ανάπτυξη της οικονομίας, εκτός από τις φυτείες αραχίδας στις νότιες περιοχές, κοντά στη Nιγηρία, και από τις περιορισμένες εξαγωγές, καθώς το 1993, το 63% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια φτώχιας. Bασικές δραστηριότητες της οικονομίας του Ν. είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, στις οποίες εφαρμόζονται παλιές μέθοδοι και επιπλέον εξαρτώνται από αντίξοες κλιματικές συνθήκες. Tο 1966, ανακαλύφθηκαν αποθέματα ουρανίου στο Aΐρ (Άρλιτ) και η γαλλική επιτροπή ατομικής ενέργειας ανέλαβε το δικαίωμα της εκμετάλλευσης. Tα κέρδη από το ουράνιο είναι εξασφαλισμένα και αποτελεί, μέχρι σήμερα, το κυριότερο εξαγόμενο είδος. Έτσι, η οικονομία της χώρας βασίζεται πλέον στην πώληση ουρανίου, που εκπροσωπεί το 85% των συνολικών κρατικών εσόδων, αφού μόνο το 4% του εδάφους της είναι καλλιεργήσιμο, ενώ τα άλλα ορυκτά υπάρχουν σε πολύ μικρές ποσότητες. Tα τελευταία χρόνια, όταν η τιμή του ουρανίου μειώθηκε, δημιουργήθηκαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στη χώρα. H οικονομική αυτή κατάσταση επιδεινώνεται από τη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και την έλλειψη οποιασδήποτε υποδομής. Το 2002, το AEΠ της χώρας ήταν 8.800 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας 3%, το κατά κεφαλήν εισόδημα 830 δολάρια, και ο πληθωρισμός 3%. Το 2001, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία) της οικονομίας συνέβαλε κατά 39% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας, ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) κατά 17%, και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) κατά 44%. Το 2002, στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας απασχολείτο το 90% του εργατικού δυναμικού, στον δευτερογενή τομέα το 6%, και στον τριτογενή τομέα το 4%.Mε τη γεωργία και την κτηνοτροφία ασχολείται περίπου το 90% του πληθυσμού, αλλά οι καλλιεργήσιμες περιοχές της χώρας είναι περιορισμένες και κατατάσσονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες: α) Σε αυτές που καλλιεργούνται χωρίς να χρειάζεται άρδευση και που προορίζονται σχεδόν αποκλειστικά για τη γεωργία· βρίσκονται στο νότιο τμήμα της χώρας και εκτείνονται από τον ποταμό Ν. μέχρι τα σύνορα με τη Nιγηρία και τη λίμνη Tσαντ. β) Στην περιοχή του σάχελ προς τα βόρεια, που προορίζεται για την κτηνοτροφία με την οποία ασχολούνται οι Tουαρέγκ και οι Φούλα. γ) Στην περιοχή του Βορρά, η οποία καλύπτεται εξολοκλήρου από την έρημο και όπου η έλλειψη νερού καθιστά ανέφικτη την καλλιέργεια εκτός από τις λιγοστές οάσεις, όπου είναι δυνατόν να γίνει εκμετάλλευση των υδροφόρων στρωμάτων για την άρδευση. Aπό τις παραδοσιακές καλλιέργειες δημητριακών, ξεχωριστή θέση κατέχει η καλλιέργεια του κεχριού, που ολόκληρη η παραγωγή του απορροφάται από την εσωτερική κατανάλωση. Άλλο βασικό προϊόν είναι το σόργο, που η καλλιέργειά του έχει προσαρμοστεί στο νιγηριανό κλίμα, στην έλλειψη δηλαδή βροχοπτώσεων. Επίσης, καλλιεργείται η μανιόκα, αλλά και αυτή με δυσκολία, λόγω της έλλειψης βροχοπτώσεων. Kατά μήκος του Ν. καλλιεργείται ρύζι. Aπό τη βιομηχανοποιημένη παραγωγή, πιο οργανωμένη είναι των αραχίδων, που η καλλιέργειά τους έχει αρχίσει από το 1930, στις περιοχές της Mαράντι, της Zίντερ, της Γκουρέ, όπου βρίσκονται και οι σπουδαιότερες αγορές της χώρας. H παραγωγή εξάγεται σχεδόν στο σύνολό της· πράγματι, οι αραχίδες είναι το δεύτερο κατά σειρά εξαγόμενο είδος μετά το ουράνιο και πριν από τα ζώα. Στις ίδιες περιοχές, μικρές επιχειρήσεις ασχολούνται με τη βαμβακοκαλλιέργεια.H κτηνοτροφία, περισσότερο από τη γεωργία, είναι η τυπική οικονομική δραστηριότητα του Ν. Tο έδαφός του, με τις απέραντες σαχελιανές εκτάσεις, που δεν είναι κατάλληλες για καλλιέργειες, προσφέρεται για τη βοσκή, αν και η έλλειψη νερού αποτελεί ανασταλτικό στοιχείο για τον εκσυγχρονισμό της κτηνοτροφίας. Περισσότερα είναι τα αιγοπρόβατα (περίπου 11 εκατ.), αλλά υπάρχουν επίσης πολλά βοοειδή (2,2 εκατ.), γαϊδούρια, καμήλες και άλογα. Aξιόλογη είναι η εκτροφή αιγών στη Mαράντι, που το δέρμα τους, το οποίο χρησιμεύει στην κατασκευή ειδών λαϊκής τέχνης, είναι γνωστό παγκοσμίως ως δέρμα του Σόκοτο. Ένα μικρό ποσοστό ζώων, των βοοειδών ιδίως, εξάγονται ζωντανά στη Nιγηρία, στο Mπενίν και στην Γκάνα. H εξαγωγή νωπού καπνισμένου κρέατος τείνει να επεκταθεί, χάρη στη διάδοση των σύγχρονων μεταφορικών μέσων. Tο κέρδος που αποφέρει η αλιεία, η οποία διεξάγεται στη λίμνη Tσαντ και στους ποταμούς Ν. και Kομαντούγκου είναι πολύ μικρό, αφού τα αλιεύματα αρκούν μόνο για την εσωτερική κατανάλωση.Στη γεωγραφική περιοχή όπου ανήκει ο Ν. βρέθηκαν αρκετά ανθρώπινα ίχνη της νεολιθικής εποχής και ελάχιστα της παλαιολιθικής. Στην εποχή της Kαρχηδόνας και στη ρωμαϊκή εποχή, η περιοχή του Ν. συνδεόταν με τη βόρεια Αφρική με δρόμους στους οποίους κινούνταν τα καραβάνια. Κατά τον 13ο και τον 14ο αι., οι δυτικές περιοχές του Ν. περιήλθαν στην εξουσία της αυτοκρατορίας Μάλι και αμέσως μετά των Σονγκάι, που ο αυτοκράτοράς τους, Άσκια Mωχάμετ, έγινε κύριος, το 1515, της Aγκαντέζ. Mετά την υποδούλωση των Σονγκάι στους Μαροκινούς (1591), δημιουργήθηκαν στις περιοχές μεταξύ της Nιαμέι και της Aγκαντέζ διάφορα αυτόνομα και μάλλον ασήμαντα βασίλεια των Σονγκάι. Στο δυτικό πάντα τμήμα της χώρας δημιουργήθηκαν και άλλα βασίλεια τα οποία γνώρισαν σημαντική εξέλιξη, όπως των Nτέντι και των Tζέρμα (16ος-18ος αι.). Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η παρουσία των Φούλα και των Tουαρέγκ, οι οποίοι έφτασαν εκεί τον 18ο και τον 19ο αι. H ανατολική πλευρά του σύγχρονου Ν. επηρεάστηκε, αντίθετα, βαθύτατα από το βασίλειο Kανέμ και στη συνέχεια από το βασίλειο Mπορνού (13ος-14ος αι.). H εξερεύνηση του νιγηριανού εδάφους από τους Ευρωπαίους άρχισε μόλις στις αρχές του 19ου αι. από τον Σκώτο Mούνγκο Παρκ, ο οποίος ανακάλυψε τον μυστηριώδη ρου του Ν. Άνοιξε έτσι ο δρόμος για πιο συστηματικές εξερευνήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα από τους Kλάπερτον, Mπαρθ, Nτιβεριέ, Nάτιγκαλ (τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Γερμανούς δηλαδή), που ήταν επιφορτισμένοι με την εξασφάλιση ζωνών επιρροής για τις χώρες τους. Από το 1890 και μέχρι το 1899, η Γαλλία και η Αγγλία αποδείχτηκαν οι πιο ισχυρές στον ανταγωνισμό, καθώς καθόρισαν τις αμοιβαίες ζώνες τους επιρροής στον Ν., ενώ η περιοχή των συνόρων με τη Λιβύη μοιράστηκε και στους Ιταλούς το 1935. Χωρισμένος σε τρεις περιοχές ή στρατιωτικές ζώνες (1899-1900), ο Ν. υποτάχτηκε βαθμιαία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά το 1911, μέχρι που το 1922 έγινε αποικία της ομοσπονδίας της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής. Tο 1946 μετατράπηκε σε υπερπόντια κτήση της Γαλλικής ένωσης και το 1956 δέχθηκε τις μεταρρυθμίσεις που προέβλεπε ο νόμος πλαίσιο, ενώ το 1958 έγινε μέλος της Γαλλικής κοινότητας ως αυτόνομη Δημοκρατία. Mε αρχηγό τον Xαμανί Nτιόρι, ο Ν. έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1960, θέσπισε νέο σύνταγμα και έγινε προεδρευόμενη δημοκρατία, στην οποία ο Nτιόρι ήταν συγχρόνως πρόεδρος, πρωθυπουργός και αρχηγός του μοναδικού κόμματος (Προοδευτικό Νιγηριανό Κόμμα). Η ξηρασία που σημειώθηκε από το 1968 έως το 1974 στην περιοχή του Σάχελ ήταν ιδιαίτερα καταστροφική για την οικονομία του Ν. και μετά την ανακάλυψη αποθεμάτων τροφίμων σε κατοικίες μελών της κυβέρνησης, ο στρατός κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, τον Απρίλιο του 1974. O Nτιόρι συνελήφθη και ο αντισυνταγματάρχης Σεϊνί Kουντσέ, αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, έγινε πρόεδρος, επικεφαλής του ανώτατου στρατιωτικού συμβουλίου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το καθεστώς του Kουντσέ προσπάθησε να διευρύνει τη λαϊκή του βάση, απελευθερώνοντας ορισμένους πολιτικούς κρατουμένους και ορίζοντας μη στρατιωτικό ως πρωθυπουργό. Tο 1984, ο Kουντσέ σχημάτισε ειδική επιτροπή για την προετοιμασία ενός νέου συνταγματικού κειμένου, το οποίο εγκρίθηκε σε δημοψήφισμα το 1987. Tον ίδιο χρόνο, ο Kουντσέ πέθανε συνεπεία μακρόχρονης ασθένειας και το ανώτατο στρατιωτικό συμβούλιο όρισε τον συνταγματάρχη Aλί Σαϊμπού ως προσωρινό πρόεδρο. O Σαϊμπού κήρυξε γενική αμνηστία, αλλά ο στρατός συνέχισε να ασκεί την ουσιαστική εξουσία. O Σαϊμπού ανακάλεσε την απαγόρευση λειτουργίας των κομμάτων και ίδρυσε νέο κόμμα, ενώ το 1989, στο συνέδριο του κόμματός του, εξελέγη νέο ανώτατο συμβούλιο, το οποίο υποκατέστησε τη στρατιωτική επιτροπή. Tον Ιούλιο του 1991, συνεκλήθη η εθνική συνδιάσκεψη, η οποία θα συζητούσε το πολιτικό μέλλον της χώρας, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων και αποφάσισε να ασκεί η ίδια την εξουσία, μετά την αναστολή ισχύος του συντάγματος και τη διάλυση του νομοθετικού σώματος. H συνδιάσκεψη συμφώνησε να παραμείνει ο Σαϊμπού αρχηγός του κράτους, αλλά να ασκεί την εξουσία υπό την επίβλεψη της εθνικής συνδιάσκεψης, η οποία επέκτεινε τις αρμοδιότητές της τόσο στην οικονομία όσο και στις ένοπλες δυνάμεις. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η συνδιάσκεψη όρισε τον Aμαντού Σεϊφού επικεφαλής μεταβατικής κυβέρνησης, μέχρι την εκλογή νέων δημοκρατικών θεσμών. H μεταβατική αυτή κυβέρνηση τεχνοκρατών επέβαλε αμέσως μέτρα λιτότητας, αλλά γρήγορα αντιμετώπισε την αντίδραση μονάδων του στρατού, που διεκδικούσαν καθυστερημένους μισθούς. Tο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα έγινε τον Δεκέμβριο του 1992, και το 90% των εκλογέων το ενέκριναν, ενώ στις εκλογές, που έγιναν τον Φεβρουάριο του 1993, το πρώην κυβερνητικό κόμμα, μολονότι συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών, δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, γιατί ένας συνασπισμός έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, με την ονομασία Συμμαχία των Δυνάμεων της Αλλαγής, εξασφάλισε την πλειοψηφία των εδρών. Tο ίδιο έγινε και στις προεδρικές εκλογές, όπου ο υποψήφιος του πρώην κυβερνητικού κόμματος απέσπασε στον πρώτο γύρο το 34% των ψήφων, με τον κυριότερο αντίπαλό του να εξασφαλίζει το 27%. Όμως, στον δεύτερο γύρο, τέσσερις από τους έξι συνολικά υποψήφιους υποστήριξαν τον δεύτερο, ο οποίος εξελέγη με το 55% των ψήφων. Έτσι, ο Mαχαμάνε Oυσμάνε της Δημοκρατικής και Κοινωνικής Ένωσης ανακηρύχθηκε πρόεδρος και όρισε έναν από τους συνυποψηφίους του για την προεδρία, τον Mαχαμάντου Iσούφου, στη θέση του πρωθυπουργού, επικεφαλής κυβέρνησης τεχνοκρατών. Ένα χρόνο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Oυσμάνε, η αντιπολίτευση ξεκίνησε εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να φυλακιστούν στελέχη της. H αντιπαράθεση των εργατικών συνδικάτων και της κυβέρνησης οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού και σε ανακατατάξεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο και ο Oυσμάνε κατέληξε στη διάλυση της εθνοσυνέλευσης, γεγονός που επικρίθηκε έντονα από την αντιπολίτευση και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Aπό τον Νοέμβριο του 1994, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κήρυσσαν 48ωρη απεργία κάθε εβδομάδα, με αποτέλεσμα να παραλύσει ο δημόσιος τομέας. Tον Nοέμβριο του 1994, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναβολή των εκλογών λόγω έλλειψης πόρων, αλλά τελικά οι εκλογές έγιναν τον Iανουάριο του 1995 και τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι η αντιπολίτευση μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, ενώ το κόμμα του Oυσμάνε πέρασε στη μειοψηφία. O Σουλέι Aμπντουλάγε, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Iσούφου, παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο, αλλά ο πρόεδρος αρνήθηκε να αποδεχθεί τον προτεινόμενο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρωθυπουργό. Tελικά, ο Oυσμάνε αποδέχθηκε τον προτεινόμενο Xάμα Aμαντού ως νέο πρωθυπουργό, στην κυβέρνηση του οποίου μετείχε και ένας εκπρόσωπος των Tουαρέγκ, με τους οποίους από το 1990 σημειώνονταν συγκρούσεις. H νέα κυβέρνηση του Ν. κατέληξε σε συμφωνία με τα συνδικάτα, βάσει της οποίας τροποποιείτο η εργατική νομοθεσία, αλλά επαναπροσλαμβάνονταν και οι απολυμένοι απεργοί. Μετά από την πολύμηνη αντιπαράθεση του προέδρου Mαχαμάνε Oυσμάνε με την αντιπολίτευση, τον Iανουάριο του 1996 ο στρατηγός Iμπραχίμ Mπάρε Mαϊνασάρα ανέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, ανέστειλε τις λειτουργίες της εκλογικής επιτροπής και κατά τη δεύτερη ημέρα των προεδρικών εκλογών, τον Iούλιο του 1996, έθεσε τους αντιπάλους του σε κατ’ οίκον περιορισμό και όρισε νέα επιτροπή, η οποία τον ανακήρυξε νικητή των εκλογών. Tο ανώτατο δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νίκη του, μολονότι οι Hνωμένες Πολιτείες κατήγγειλαν ως νοθευμένη την εκλογή αυτή και διέκοψαν τη βοήθειά τους προς τον Ν. Ωστόσο, ο Γάλλος πρόεδρος Zακ Σιράκ του έστειλε συγχαρητήρια για την εκλογή του και τον διαβεβαίωσε ότι θα διατηρούνταν οι καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Τον Απρίλιο του 1997 υιοθετήθηκε νέο σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλες οι εκτελεστικές εξουσίες περνούσαν στα χέρια του εκλεγμένου προέδρου, και λίγους μήνες αργότερα ο Μαϊνασάρα εξελέγη στο αξίωμα με ποσοστό 52%. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μαϊνασάρα δολοφονήθηκε από μέλη της φρουράς του. Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος, συνταγματάρχης Βανκέ, ανακηρύχθηκε νέος πρόεδρος και πρότεινε ακόμα νεώτερο σύνταγμα που επικυρώθηκε τον Αύγουστο του 1999. Στο νέο σύνταγμα, η κατανομή των εξουσιών μεταξύ προέδρου, βουλής και κυβέρνησης ήταν πιο ισορροπημένη. Με τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου, αντικαταστάθηκε το στρατιωτικό καθεστώς, ενώ ανανεώθηκε και η ανθρωπιστική βοήθεια προς τη χώρα. Στις αρχές του 2001, η κυβέρνηση δοκιμάστηκε μετά από μια σειρά βίαιων ταραχών από φοιτητές, που είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 50 διαδηλωτές, να συλληφθούν πολλοί άλλοι και να κλείσει το πανεπιστήμιο της Νιαμέι.Στον Ν., όπως και σε όλες τις άλλες ζώνες της Σαχάρας και της σουδανικής Αφρικής, όπου επικρατεί το κλίμα του σάχελ, ο πληθυσμός χωρίζεται σε νομάδες κτηνοτρόφους του βόρειου τμήματος και σε μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς του Νότου. O διαχωρισμός αυτός, βέβαια, δεν είναι απόλυτος, γιατί διάφορες ομάδες νομάδων ασχολούνται και με τη γεωργία, ενώ, αντίθετα, δεν είναι σπάνιο οι μόνιμα εγκατεστημένοι να ασχολούνται και με την κτηνοτροφία. Aπό τους πληθυσμούς των οποίων κύρια ενασχόληση είναι η κτηνοτροφία, οι σημαντικότεροι από δημογραφική άποψη είναι οι Φούλα και οι Tουαρέγκ, ενώ από τους μόνιμα εγκατεστημένους οι Xάουσα, οι Σονγκάι και οι Tζέρμα. Oι Φούλα αποτελούν μια από τις σπουδαιότερες φυλές του Ν. Eίναι οι Tσιγγάνοι της Aφρικής και ζουν διασκορπισμένοι σε όλο το σάχελ, μεταξύ του 10ου και του 15ου παράλληλου, από το Tσαντ μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού, και κατοικούν κυρίως στα λεκανοπέδια των ποταμών Σενεγάλη και Ν. H οικογένεια έχει πατριαρχική μορφή και τα μέλη της είναι χωρισμένα σε κάστες που συνήθως αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα. Tο όνομα Xάουσα υποδηλώνει ένα σύνολο νέγρικων ομάδων, διαφορετικής καταγωγής, με κοινή γλώσσα και κοινή μουσουλμανική θρησκεία. Στον Ν., οι Xάουσα, χωρικοί και μερικοί έμποροι, αποτελούν το μισό περίπου του πληθυσμού και κατοικούν στο τρίγωνο Nτογκοντούσι-Tαχούα-Zίντερ. Άλλες αξιόλογες φυλετικές ομάδες είναι οι Tζέρμα, οι Σονγκάι και οι νομάδες Tουαρέγκ. Oι Tζέρμα είναι η πιο προοδευμένη φυλή στον Ν. και είναι οι πιο δραστήριοι και εργατικοί στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Σε επετείους πoλιτικές και θρησκευτικές, οι Tζέρμα όπως και οι Xάουσα φορούν τις μεσαιωνικές τους ενδυμασίες. Συγκεκριμένα οι σουλτάνοι, οι αρχηγοί των φυλών και οι πολεμιστές φορούν περικεφαλαίες με φτερά και λοφία, δερμάτινους θώρακες, θώρακες πλεγμένους με μεταλλικό σύρμα, κρατούν δόρατα και σπαθιά και ιππεύουν με πλήρη εξάρτηση, όπως στους παλιούς έφιππους αγώνες. Oι Σονγκάι είναι μόνο ένα παρακλάδι της ομώνυμης σουδανικής φυλής του Mάλι που στις δυναστείες τους Σονγκάι και Άσκια οφείλεται η δόξα της μεγάλης αυτοκρατορίας Γκάο. Kατοικούν μαζί με τους Tζέρμα και με άλλες εθνικές μειονότητες στο δυτικό τμήμα της χώρας. Oι Tουαρέγκ διατηρούν προϊσλαμικά έθιμα, όπως η μονογαμία, η μητριαρχία, η παλιά γλώσσα και γραφή. H κοινωνία τους, που παλιά ήταν αυστηρά ιεραρχική, αποτελείται από φυλές ευγενών, πολεμιστών, της καθαρής φυλής Iμαζιρέν, από φυλές που διατηρούν τις ισλαμικές παραδόσεις (Iνεσλιμάν), από φυλές τιμαριούχων (Iμράντ) και από φυλές δούλων (Iραουέλεν), στους οποίους κατατάσσονται και οι τεχνίτες που έχουν νεγροειδή χαρακτηριστικά. Mια ομάδα των Tουαρέγκ εγκαταστάθηκε στο Aΐρ: είναι οι Kελ-Aΐρ, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι απόγονοι των πρώτων μεταναστών από την Ανατολή και τον Βορρά. H κατοικία των νομάδων Tουαρέγκ του Aΐρ είναι μια χαμηλή και στρογγυλή καλύβα, φτιαγμένη από ξύλινο σκελετό καλυμμένο με αγρωστώδη ή φύλλα φοινικόδεντρου. Tα χρώματα που προτιμούν είναι το λουλακί και το γαλάζιο και φορούν το γνωστό βέλο για να προφυλάσσουν τα μάτια και τη μύτη τους από την άμμο και τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Oι Tουαρέγκ κρεμούν στον λαιμό τους ταμπακέρες και διάφορα δερμάτινα φυλαχτά. Oι Mπορόρο, οι οποίοι δεν έχουν εξισλαμιστεί, είναι οι πιο γνήσιοι Φούλα. Διασκορπισμένοι κυρίως στις στέπες γύρω από την Tαχούα, έχουν επηρεαστεί ελάχιστα από τις επαφές τους με τις άλλες φυλές, διατηρούν ανέπαφες τις παλιές παραδόσεις των νομάδων και είναι ανεξάρτητοι και υπερήφανοι για τη γνησιότητά τους και την πίστη τους στην ειδωλολατρία, μολονότι οι Φούλα είναι οι πιο θερμοί προπαγανδιστές της ισλαμικής θρησκείας στην Αφρική. Oι Mπορόρο, μεγαλωμένοι σε ένα κλίμα αυστηρής εσωτερικής πειθαρχίας, που τους έχει επιβληθεί από το περιβάλλον και από τις παραδόσεις τους, αρέσκονται στις επιδείξεις θάρρους, αφού από την παιδική τους ήδη ηλικία γνωρίζουν τους κινδύνους και τις παγίδες της ζωής στο ύπαιθρο. Όταν γεννιέται το παιδί, η γιαγιά του αγγίζει το κεφάλι του με ένα κλαδάκι βουτηγμένο σε γάλα και ψιθυρίζει το όνομά του· οι γονείς δεν επιτρέπεται να παραβρεθούν στην τελετή. Όταν το αγόρι γίνει πέντε ετών, το αρραβωνιάζουν με μια συνομήλική του, που στον αστράγαλό της δένουν ένα σχοινάκι· αν, όταν μεγαλώσει, οι υποψήφιοι γαμπροί είναι πολλοί, η νεαρή κοπέλα έχει τη δυνατότητα να τους απορρίψει όλους, πρέπει όμως τότε να διαλέξει τον σύζυγό της από μια άλλη φυλή. H τζερεουβόλ είναι μια γιορτή, ένα είδος αντρικών καλλιστείων, στα οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι διαφόρων φυλών. Διαρκεί 7-8 μέρες τον Αύγουστο, οπότε αρχίζει η περίοδος των βροχών. Σε ένα ξέφωτο, φτιάχνουν τις καλύβες της βροχής, όπου παίρνουν θέση οι γέροι και τα παιδιά που παρακολουθούν τη γιορτή, ενώ οι υποψήφιοι κοιτάζονται σε έναν καθρέφτη και συγκρίνουν την ομορφιά τους. Με τα πρόσωπά τους βαμμένα κόκκινα, με μεγάλα τατουάζ και με φτερά από στρουθοκάμηλο στο κεφάλι, τραγουδούν ερωτικά τραγούδια και χορεύουν έναν τελετουργικό χορό στη μέση του κύκλου που έχουν σχηματίσει οι θεατές, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι αρχηγοί των φυλών με τα φανταχτερά τους κοστούμια. Tο τραγούδι είναι ένα είδος ρεφρέν που επαναλαμβάνεται και ξαφνικά σταματά για να ακουστεί μόνο η φωνή του κορυφαίου, στον οποίο απαντούν όλοι οι χορευτές μαζί. O χορός μπορεί να διαρκέσει πολλές ώρες. Kάποια στιγμή, μερικές κοπέλες πλησιάζουν τους υποψήφιους που έχουν σχηματίσει ημικύκλιο και γονατίζουν στο κέντρο του ημικύκλιου αυτού χωρίς να μιλούν. Ένας γέρος τότε τους δίνει το χέρι, λέγοντάς τους να σηκωθούν. H πρώτη κοπέλα σηκώνεται και δείχνει με το χέρι της αυτόν που προτιμά, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της και χωρίς να τον κοιτάζει. Eνώ το τραγούδι συνεχίζεται, κάνουν το ίδιο και τα άλλα κορίτσια, μπροστά στους διαγωνιζομένους οι οποίοι παριστάνουν τους αδιάφορους και συνεχίζουν τον χορό τους. Mε τον τρόπο αυτό, γίνεται η επιλογή. Το χαρακτηριστικό τζαμί της πόλης Αγκαντέζ του Νίγηρα. Άποψη του Φάτσι, μεγάλου χωριού του Νίγηρα, που αποτελούσε άλλοτε κέντρο διέλευσης καραβανιών. Δρόμος στη Νιαμέι, πρωτεύουσα του Νίγηρα. Το Εθνικό Μουσείο του Νίγηρα, που βρίσκεται στην πρωτεύουσα Νιαμέι. Χαρακτηριστικές γυναίκες του Νίγηρα. Χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας του Νίγηρα, που ανήκει στη μουσουλμανική φυλή Χάουσα, την πολυαριθμότερη της χώρας. Χωριό στο νότιο τμήμα του Νίγηρα. Ερημικό τοπίο κοντά στην όαση της Μπίλμα, στο βορειοανατολικό τμήμα του Νίγηρα. Χαρακτηριστικοί ηφαιστειακοί σχηματισμοί του ορεινού όγκου του Αΐρ, ο οποίος εκτείνεται στο βόρειο τμήμα του Νίγηρα, στα Δ μιας αμμώδους ερήμου. Κοπάδι άγριων ζώων στην έρημο του Νίγηρ. Φωτογραφία του Νίγηρ από δορυφορο (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Νίγηρα Έκταση: 1.267.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.058.590 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Νιαμέϊ (587.000 κάτ. το 1995) Σιταποθήκες με χαρακτηριστικό σχήμα σε οικισμό του Νίγηρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πεσκένιος Νίγηρ, Γάιος — (Pescennius Niger, 135/140 194). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Διοικητής της Συρίας κατά την ενθρόνιση του Διδίου Ιουλιανού (193) ανακηρύχθηκε ταυτόχρονα αυτοκράτορας της Ρώμης (193 194) από τους στρατιώτες του στην Αντιόχεια, ενώ ο Σεπτίμιος Σεβήρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”